ἐπισήμου

ἐπισήμου
ἐπίσημον
distinguishing
neut gen sg
ἐπίσημος
serving to distinguish
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • PARASEMA — Graece παράσημα, navis insignia, aliter ἐπίσημα. Dicebatur autem parasemen, animalis alicuius προτομὴ supra rostrum navis in prora effigiata, inter προεμβολίδα, h. e. partem eminentem in prora et ἔμβολον, rostrum, unde tota nomen accipiebat: uti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • επίσημο — το (Α ἐπίσημον) [σήμα] μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα αρχ. 1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.) 2. (για ασπίδα) διακριτικό …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιδοτήριο — το έγγραφο που συντάσσεται από το αρμόδιο όργανο και πιστοποιεί την επίδοση επισήμου εγγράφου …   Dictionary of Greek

  • επισημότητα — η (Α ἐπισημότης) [επίσημος] 1. η ιδιότητα τού επίσημου, κύρος, σοβαρότητα, εγκυρότητα, αυθεντικότητα 2. πανηγυρικότητα («η υποδοχή του έγινε με κάθε επισημότητα») νεοελ. στον πληθ. φρ. «οι επισημότητες τού τόπου» οι επίσημοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”